- ξεγλιστράω
- ξεγλιστράω / ξεγλιστρώ, ξεγλίστρησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεγλιστρώ — ξεγλιστράω / ξεγλιστρώ, ξεγλίστρησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετολισθαίνω — (Μ) μεταβαίνω κάπου ολισθαίνοντας, εγκαταλείπω κάτι εύκολα και φεύγω, ξεγλιστράω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ὀλισθαίνω «γλιστρώ»] … Dictionary of Greek